- διαφημίζω
- (ΑΝ)διαδίδω, διασπείρω τη φήμη κάποιου σ' όλους, κάνω κάτι γνωστό, διαλαλώ, διατυμπανίζωνεοελλ.1. επαινώ δημόσια πρόσωπο ή πράγμα, ρεκλαμάρω («διαφημίζει τα κατορθώματά του»)2. επαινώ τις ιδιότητες, την ωφέλεια ενός πράγματος με σκοπό την προσέλκυση αγοραστώνμσν.(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) διαφημισμένοςξακουστός, φημισμένος «τοῡ Χοσρόου τὸ σπαθὶν τὸ διαφημισμένον», Διγ.)αρχ.καλώ, ονομάζω «πρῶτοι κεῑνο ποτὸν διεφήμισαν Ἵππου κρήνην», Άρατος).
Dictionary of Greek. 2013.